τριχής

τριχής
Α [τριχῇ / τριχῆ]
επίρρ. πιθ. τριχῇ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυκοτρίχης — λυκοτρίχης, ὁ (Μ) αυτός που έχει τρίχωμα σαν τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινο τρίχης, ξανθο τρίχης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτρίχης — ο, Ν αυτός που έχει ξανθά μαλλιά ή γένεια, χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινο τρίχης] …   Dictionary of Greek

  • αλεποτρίχης — ο αυτός που έχει τρίχωμα σαν τής αλεπούς (στο χώμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τρίχης < τρίχα] …   Dictionary of Greek

  • λιποτριχής — λιποτριχής, ές (Α) αυτός που έχει έλλειψη τριχών, άτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + τριχής (< θρίξ, τριχός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”